Jump to content

λιόφωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιόφωτος (liófotosm (feminine λιόφωτοςη, neuter λιόφωτο)

  1. Alternative form of ηλιόφωτος (iliófotos)

Declension

[edit]
Declension of λιόφωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιόφωτος (liófotos) λιόφωτη (liófoti) λιόφωτο (liófoto) λιόφωτοι (liófotoi) λιόφωτες (liófotes) λιόφωτα (liófota)
genitive λιόφωτου (liófotou) λιόφωτης (liófotis) λιόφωτου (liófotou) λιόφωτων (liófoton) λιόφωτων (liófoton) λιόφωτων (liófoton)
accusative λιόφωτο (liófoto) λιόφωτη (liófoti) λιόφωτο (liófoto) λιόφωτους (liófotous) λιόφωτες (liófotes) λιόφωτα (liófota)
vocative λιόφωτε (liófote) λιόφωτη (liófoti) λιόφωτο (liófoto) λιόφωτοι (liófotoi) λιόφωτες (liófotes) λιόφωτα (liófota)

Noun

[edit]

λιόφωτος (liófotosn

  1. Genitive singular form of λιόφως (liófos).