Jump to content

λιπαντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

λιπαντικός (lipantikósm (feminine λιπαντική, neuter λιπαντικό)

  1. lubricating

Declension

[edit]
Declension of λιπαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιπαντικός (lipantikós) λιπαντική (lipantikí) λιπαντικό (lipantikó) λιπαντικοί (lipantikoí) λιπαντικές (lipantikés) λιπαντικά (lipantiká)
genitive λιπαντικού (lipantikoú) λιπαντικής (lipantikís) λιπαντικού (lipantikoú) λιπαντικών (lipantikón) λιπαντικών (lipantikón) λιπαντικών (lipantikón)
accusative λιπαντικό (lipantikó) λιπαντική (lipantikí) λιπαντικό (lipantikó) λιπαντικούς (lipantikoús) λιπαντικές (lipantikés) λιπαντικά (lipantiká)
vocative λιπαντικέ (lipantiké) λιπαντική (lipantikí) λιπαντικό (lipantikó) λιπαντικοί (lipantikoí) λιπαντικές (lipantikés) λιπαντικά (lipantiká)
[edit]
see: λιπαίνω (lipaíno, to lubricate)