λιμουνάδα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]λιμουνάδα • (limounáda) f (dialectal, Epirus, Macedonia)
- Alternative form of λεμονάδα (lemonáda)
References
[edit]- Xylogiánnis, Ch. S. (2020) “λιμουνάδα”, in Γλωσσάρι Ιδιωματικό Λέξεις και Εκφράσεις Κάμπου Άρτας (in Greek), Psathotopi Artas, page 194
- Paschaloúdis, N. L. (2013) “µπούζ(ι)”, in Τα Τερπνιώτικα και τα Νιγριτινά [Ta Terpniótika kai ta Nigritiná] (in Greek), 2nd edition, Serres, page 220