Jump to content

λιθόστρωτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιθόστρωτος (lithóstrotosm (feminine λιθόστρωτη, neuter λιθόστρωτο)

  1. cobbled, paved with cobblestones

Declension

[edit]
Declension of λιθόστρωτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιθόστρωτος (lithóstrotos) λιθόστρωτη (lithóstroti) λιθόστρωτο (lithóstroto) λιθόστρωτοι (lithóstrotoi) λιθόστρωτες (lithóstrotes) λιθόστρωτα (lithóstrota)
genitive λιθόστρωτου (lithóstrotou) λιθόστρωτης (lithóstrotis) λιθόστρωτου (lithóstrotou) λιθόστρωτων (lithóstroton) λιθόστρωτων (lithóstroton) λιθόστρωτων (lithóstroton)
accusative λιθόστρωτο (lithóstroto) λιθόστρωτη (lithóstroti) λιθόστρωτο (lithóstroto) λιθόστρωτους (lithóstrotous) λιθόστρωτες (lithóstrotes) λιθόστρωτα (lithóstrota)
vocative λιθόστρωτε (lithóstrote) λιθόστρωτη (lithóstroti) λιθόστρωτο (lithóstroto) λιθόστρωτοι (lithóstrotoi) λιθόστρωτες (lithóstrotes) λιθόστρωτα (lithóstrota)
[edit]

See also

[edit]