Jump to content

λιθουανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιθουανικός (lithouanikósm (feminine λιθουανική, neuter λιθουανικό)

  1. Lithuanian (related to the country, people or language of Lithuania)

Declension

[edit]
Declension of λιθουανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιθουανικός (lithouanikós) λιθουανική (lithouanikí) λιθουανικό (lithouanikó) λιθουανικοί (lithouanikoí) λιθουανικές (lithouanikés) λιθουανικά (lithouaniká)
genitive λιθουανικού (lithouanikoú) λιθουανικής (lithouanikís) λιθουανικού (lithouanikoú) λιθουανικών (lithouanikón) λιθουανικών (lithouanikón) λιθουανικών (lithouanikón)
accusative λιθουανικό (lithouanikó) λιθουανική (lithouanikí) λιθουανικό (lithouanikó) λιθουανικούς (lithouanikoús) λιθουανικές (lithouanikés) λιθουανικά (lithouaniká)
vocative λιθουανικέ (lithouaniké) λιθουανική (lithouanikí) λιθουανικό (lithouanikó) λιθουανικοί (lithouanikoí) λιθουανικές (lithouanikés) λιθουανικά (lithouaniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιθουανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιθουανικός, etc.)

[edit]