λιβεριανός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιβεριανός (liverianósm (feminine λιβεριανή, neuter λιβεριανό)

  1. Liberian (of or pertaining to Liberia or its people)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιβεριανός (liverianós) λιβεριανή (liverianí) λιβεριανό (liverianó) λιβεριανοί (liverianoí) λιβεριανές (liverianés) λιβεριανά (liverianá)
genitive λιβεριανού (liverianoú) λιβεριανής (liverianís) λιβεριανού (liverianoú) λιβεριανών (liverianón) λιβεριανών (liverianón) λιβεριανών (liverianón)
accusative λιβεριανό (liverianó) λιβεριανή (liverianí) λιβεριανό (liverianó) λιβεριανούς (liverianoús) λιβεριανές (liverianés) λιβεριανά (liverianá)
vocative λιβεριανέ (liveriané) λιβεριανή (liverianí) λιβεριανό (liverianó) λιβεριανοί (liverianoí) λιβεριανές (liverianés) λιβεριανά (liverianá)
[edit]