Jump to content

λιβανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λιβανικός (livanikósm (feminine λιβανική, neuter λιβανικό)

  1. Lebanese (related to the country, people or Lebanon)

Declension

[edit]
Declension of λιβανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιβανικός (livanikós) λιβανική (livanikí) λιβανικό (livanikó) λιβανικοί (livanikoí) λιβανικές (livanikés) λιβανικά (livaniká)
genitive λιβανικού (livanikoú) λιβανικής (livanikís) λιβανικού (livanikoú) λιβανικών (livanikón) λιβανικών (livanikón) λιβανικών (livanikón)
accusative λιβανικό (livanikó) λιβανική (livanikí) λιβανικό (livanikó) λιβανικούς (livanikoús) λιβανικές (livanikés) λιβανικά (livaniká)
vocative λιβανικέ (livaniké) λιβανική (livanikí) λιβανικό (livanikó) λιβανικοί (livanikoí) λιβανικές (livanikés) λιβανικά (livaniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιβανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιβανικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]