Jump to content

λιανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

(This etymology is missing or incomplete. Please add to it, or discuss it at the Etymology scriptorium.)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /li.a.niˈcos/
  • Hyphenation: λι‧α‧νι‧κός

Adjective

[edit]

λιανικός (lianikósm (feminine λιανική, neuter λιανικό)

  1. retail
    Ο λιανικός κλάδος κατέγραψε στο σύνολο του απώλειες 2% στον S&P 500.
    O lianikós kládos katégrapse sto sýnolo tou apóleies 2% ston S&P 500.
    The retail sector recorded, in total, a loss of 2% on the S&P 500.

Declension

[edit]
Declension of λιανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λιανικός (lianikós) λιανική (lianikí) λιανικό (lianikó) λιανικοί (lianikoí) λιανικές (lianikés) λιανικά (lianiká)
genitive λιανικού (lianikoú) λιανικής (lianikís) λιανικού (lianikoú) λιανικών (lianikón) λιανικών (lianikón) λιανικών (lianikón)
accusative λιανικό (lianikó) λιανική (lianikí) λιανικό (lianikó) λιανικούς (lianikoús) λιανικές (lianikés) λιανικά (lianiká)
vocative λιανικέ (lianiké) λιανική (lianikí) λιανικό (lianikó) λιανικοί (lianikoí) λιανικές (lianikés) λιανικά (lianiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λιανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λιανικός, etc.)

[edit]