Jump to content

λεύτερος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Byzantine Greek λεύτερος (leúteros), from forms ἐλεύτερος (eleúteros), λεύθερος (leútheros), from Ancient Greek ἐλεύθερος (eleútheros) with omission of unaccented first vowel /e/ and dissimilation of [fθ] > [ft].[1] Compare to ελεύθερος (eléftheros).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /ˈle.fte.ros/
  • Hyphenation: λεύ‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

λεύτερος (léfterosm (feminine λεύτερη, neuter λεύτερο)

  1. (colloquial, folksy or literary) Alternative form of ελεύθερος (eléftheros)

Declension

[edit]
Declension of λεύτερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λεύτερος (léfteros) λεύτερη (léfteri) λεύτερο (léftero) λεύτεροι (léfteroi) λεύτερες (léfteres) λεύτερα (léftera)
genitive λεύτερου (léfterou) λεύτερης (léfteris) λεύτερου (léfterou) λεύτερων (léfteron) λεύτερων (léfteron) λεύτερων (léfteron)
accusative λεύτερο (léftero) λεύτερη (léfteri) λεύτερο (léftero) λεύτερους (léfterous) λεύτερες (léfteres) λεύτερα (léftera)
vocative λεύτερε (léftere) λεύτερη (léfteri) λεύτερο (léftero) λεύτεροι (léfteroi) λεύτερες (léfteres) λεύτερα (léftera)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λεύτερος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λεύτερος, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ λεύτερος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language