Jump to content

λευκορωσικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λευκορωσικός (lefkorosikósm (feminine λευκορωσική, neuter λευκορωσικό)

  1. Belarusian (relating to Belarus, its people or language)

Declension

[edit]
Declension of λευκορωσικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λευκορωσικός (lefkorosikós) λευκορωσική (lefkorosikí) λευκορωσικό (lefkorosikó) λευκορωσικοί (lefkorosikoí) λευκορωσικές (lefkorosikés) λευκορωσικά (lefkorosiká)
genitive λευκορωσικού (lefkorosikoú) λευκορωσικής (lefkorosikís) λευκορωσικού (lefkorosikoú) λευκορωσικών (lefkorosikón) λευκορωσικών (lefkorosikón) λευκορωσικών (lefkorosikón)
accusative λευκορωσικό (lefkorosikó) λευκορωσική (lefkorosikí) λευκορωσικό (lefkorosikó) λευκορωσικούς (lefkorosikoús) λευκορωσικές (lefkorosikés) λευκορωσικά (lefkorosiká)
vocative λευκορωσικέ (lefkorosiké) λευκορωσική (lefkorosikí) λευκορωσικό (lefkorosikó) λευκορωσικοί (lefkorosikoí) λευκορωσικές (lefkorosikés) λευκορωσικά (lefkorosiká)
[edit]