λευκορωσικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]λευκορωσικός • (lefkorosikós) m (feminine λευκορωσική, neuter λευκορωσικό)
- Belarusian (relating to Belarus, its people or language)
Declension
[edit]Declension of λευκορωσικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λευκορωσικός • | λευκορωσική • | λευκορωσικό • | λευκορωσικοί • | λευκορωσικές • | λευκορωσικά • |
genitive | λευκορωσικού • | λευκορωσικής • | λευκορωσικού • | λευκορωσικών • | λευκορωσικών • | λευκορωσικών • |
accusative | λευκορωσικό • | λευκορωσική • | λευκορωσικό • | λευκορωσικούς • | λευκορωσικές • | λευκορωσικά • |
vocative | λευκορωσικέ • | λευκορωσική • | λευκορωσικό • | λευκορωσικοί • | λευκορωσικές • | λευκορωσικά • |
Related terms
[edit]- see: Λευκορωσία f (Lefkorosía, “Belarus”)