Jump to content

λετονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

λετονικός (letonikósm (feminine λετονική, neuter λετονικό)

  1. Latvian, Lett (of Latvia, its people or its language)

Declension

[edit]
Declension of λετονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λετονικός (letonikós) λετονική (letonikí) λετονικό (letonikó) λετονικοί (letonikoí) λετονικές (letonikés) λετονικά (letoniká)
genitive λετονικού (letonikoú) λετονικής (letonikís) λετονικού (letonikoú) λετονικών (letonikón) λετονικών (letonikón) λετονικών (letonikón)
accusative λετονικό (letonikó) λετονική (letonikí) λετονικό (letonikó) λετονικούς (letonikoús) λετονικές (letonikés) λετονικά (letoniká)
vocative λετονικέ (letoniké) λετονική (letonikí) λετονικό (letonikó) λετονικοί (letonikoí) λετονικές (letonikés) λετονικά (letoniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λετονικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λετονικός, etc.)

[edit]