Jump to content

λεξιλογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

λεξιλογικός (lexilogikósm (feminine λεξιλογική, neuter λεξιλογικό)

  1. lexic, lexical

Declension

[edit]
Declension of λεξιλογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative λεξιλογικός (lexilogikós) λεξιλογική (lexilogikí) λεξιλογικό (lexilogikó) λεξιλογικοί (lexilogikoí) λεξιλογικές (lexilogikés) λεξιλογικά (lexilogiká)
genitive λεξιλογικού (lexilogikoú) λεξιλογικής (lexilogikís) λεξιλογικού (lexilogikoú) λεξιλογικών (lexilogikón) λεξιλογικών (lexilogikón) λεξιλογικών (lexilogikón)
accusative λεξιλογικό (lexilogikó) λεξιλογική (lexilogikí) λεξιλογικό (lexilogikó) λεξιλογικούς (lexilogikoús) λεξιλογικές (lexilogikés) λεξιλογικά (lexilogiká)
vocative λεξιλογικέ (lexilogiké) λεξιλογική (lexilogikí) λεξιλογικό (lexilogikó) λεξιλογικοί (lexilogikoí) λεξιλογικές (lexilogikés) λεξιλογικά (lexilogiká)
[edit]