Jump to content

λατομείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

λατομείο (latomeíon

  1. quarry

Declension

[edit]
Declension of λατομείο
singular plural
nominative λατομείο (latomeío) λατομεία (latomeía)
genitive λατομείου (latomeíou) λατομείων (latomeíon)
accusative λατομείο (latomeío) λατομεία (latomeía)
vocative λατομείο (latomeío) λατομεία (latomeía)

Synonyms

[edit]