Jump to content

λαμπρυντικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek λαμπρύνω (lamprúnō, to brighten).

Noun

[edit]

λαμπρυντικό (lampryntikón (plural λαμπρυντικά)

  1. rinse aid

Declension

[edit]
Declension of λαμπρυντικό
singular plural
nominative λαμπρυντικό (lampryntikó) λαμπρυντικά (lampryntiká)
genitive λαμπρυντικού (lampryntikoú) λαμπρυντικών (lampryntikón)
accusative λαμπρυντικό (lampryntikó) λαμπρυντικά (lampryntiká)
vocative λαμπρυντικό (lampryntikó) λαμπρυντικά (lampryntiká)
[edit]