κωδωνοκρούστης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From κώδων + -ο- + -κρούστης of κρούω (kroúō, “strike”). In analogy to the Hellenistic κυμβᾰλοκρούστης (kumbalokroústēs, “player of cymbals”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κωδωνοκρούστης • (kodonokroústis) m (plural κωδωνοκρούστες, feminine κωδωνοκρούστρια)
Declension
[edit]Declension of κωδωνοκρούστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωδωνοκρούστης • | κωδωνοκρούστες • |
genitive | κωδωνοκρούστη • | κωδωνοκρουστών • |
accusative | κωδωνοκρούστη • | κωδωνοκρούστες • |
vocative | κωδωνοκρούστη • | κωδωνοκρούστες • |