Jump to content

κυστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κυστικός (kystikósm

  1. (medicine) cystic (relating to a cyst)
  2. (anatomy) cystic relating to the bladder or gall bladder.

Declension

[edit]
Declension of κυστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κυστικός (kystikós) κυστική (kystikí) κυστικό (kystikó) κυστικοί (kystikoí) κυστικές (kystikés) κυστικά (kystiká)
genitive κυστικού (kystikoú) κυστικής (kystikís) κυστικού (kystikoú) κυστικών (kystikón) κυστικών (kystikón) κυστικών (kystikón)
accusative κυστικό (kystikó) κυστική (kystikí) κυστικό (kystikó) κυστικούς (kystikoús) κυστικές (kystikés) κυστικά (kystiká)
vocative κυστικέ (kystiké) κυστική (kystikí) κυστικό (kystikó) κυστικοί (kystikoí) κυστικές (kystikés) κυστικά (kystiká)
[edit]