κυκλοθυμικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from κυκλοθυμ(ία) (kyklothym(ía)) + -ικός (-ikós), a calque of German zyklothym.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]κυκλοθυμικός • (kyklothymikós) m (feminine κυκλοθυμική, neuter κυκλοθυμικό)
- (psychiatry) cyclothymic
- moody (given to sudden or frequent changes of mood)
Declension
[edit]Declension of κυκλοθυμικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυκλοθυμικός • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικοί • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |
genitive | κυκλοθυμικού • | κυκλοθυμικής • | κυκλοθυμικού • | κυκλοθυμικών • | κυκλοθυμικών • | κυκλοθυμικών • |
accusative | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικούς • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |
vocative | κυκλοθυμικέ • | κυκλοθυμική • | κυκλοθυμικό • | κυκλοθυμικοί • | κυκλοθυμικές • | κυκλοθυμικά • |
Related terms
[edit]- κυκλοθυμία f (kyklothymía)
References
[edit]- ^ κυκλοθυμικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language