κυβίστηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κυβίστηση • (kyvístisi) f (plural κυβιστήσεις)
Declension
[edit]Declension of κυβίστηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | κυβίστηση • | κυβιστήσεις • | |
genitive | κυβίστησης • | κυβιστήσεων • | |
accusative | κυβίστηση • | κυβιστήσεις • | |
vocative | κυβίστηση • | κυβιστήσεις • | |
Older or formal genitive singular: κυβιστήσεως • |
Synonyms
[edit]- κωλοτούμπα f (kolotoúmpa)