κτηνοβασία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From κτῆνος (ktênos, “animal”) + -βασία (-basía), from verb βαίνω (baínō, “to mount”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κτηνοβασία • (ktinovasía) f (plural κτηνοβασίες)
- beastiality (sexual activity between a human and another animal species)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηνοβασία (ktinovasía) | κτηνοβασίες (ktinovasíes) |
genitive | κτηνοβασίας (ktinovasías) | κτηνοβασιών (ktinovasión) |
accusative | κτηνοβασία (ktinovasía) | κτηνοβασίες (ktinovasíes) |
vocative | κτηνοβασία (ktinovasía) | κτηνοβασίες (ktinovasíes) |
Related terms
[edit]- κτηνοβάτης m (ktinovátis, “bestialist”)
- κτηνοβατώ (ktinovató, “I engage in bestiality”)
- and see: αποκτηνώνω (apoktinóno, “I brutalise”)