Jump to content

κτηματομεσίτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learned formation from κτήμα (ktíma) + -ο- (-o-) + μεσίτης (mesítis).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /kti.ma.to.meˈsi.tis/

Noun

[edit]

κτηματομεσίτης (ktimatomesítism (plural κτηματομεσίτες, feminine κτηματομεσίτρια)

  1. realtor, real estate agent

Declension

[edit]
Declension of κτηματομεσίτης
singular plural
nominative κτηματομεσίτης (ktimatomesítis) κτηματομεσίτες (ktimatomesítes)
genitive κτηματομεσίτη (ktimatomesíti) κτηματομεσιτών (ktimatomesitón)
accusative κτηματομεσίτη (ktimatomesíti) κτηματομεσίτες (ktimatomesítes)
vocative κτηματομεσίτη (ktimatomesíti) κτηματομεσίτες (ktimatomesítes)

Coordinate terms

[edit]

References

[edit]
  1. ^ κτηματομεσίτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language