κρεμαστή γέφυρα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κρεμαστή γέφυρα • (kremastí géfyra) f (plural κρεμαστές γέφυρες)
Declension
[edit]Further reading
[edit]- Γέφυρα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
κρεμαστή γέφυρα • (kremastí géfyra) f (plural κρεμαστές γέφυρες)