κοφτό μακαρονάκι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κοφτό μακαρονάκι • (koftó makaronáki) n (plural κοφτά μακαρονάκια)
Declension
[edit]- see: κοφτός (koftós) and μακαρονάκι (makaronáki)
Synonyms
[edit]- μακαρονάκι n (makaronáki)
κοφτό μακαρονάκι • (koftó makaronáki) n (plural κοφτά μακαρονάκια)