From Wiktionary, the free dictionary
From κουτσουλ(ιά) ( koutsoul(iá) ) + -άω ( -áo ) .[ 1]
IPA (key ) : /ku.tsuˈla.o/
Hyphenation: κου‧τσου‧λά‧ω
κουτσουλάω • (koutsouláo ) / κουτσουλώ (past κουτσούλησα , passive κουτσουλιέμαι , ppp κουτσουλημένος )
( transitive , of birds) to crap on, to poop on, to shit on
κουτσουλάω / κουτσουλώ, κουτσουλιέμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κουτσουλάω , κουτσουλώ
κουτσουλήσω
κουτσουλιέμαι
κουτσουληθώ
2 sg
κουτσουλάς
κουτσουλήσεις
κουτσουλιέσαι
κουτσουληθείς
3 sg
κουτσουλάει , κουτσουλά
κουτσουλήσει
κουτσουλιέται
κουτσουληθεί
1 pl
κουτσουλάμε , κουτσουλούμε
κουτσουλήσουμε , [‑ομε ]
κουτσουλιόμαστε
κουτσουληθούμε
2 pl
κουτσουλάτε
κουτσουλήσετε
κουτσουλιέστε , (‑ιόσαστε )
κουτσουληθείτε
3 pl
κουτσουλάνε , κουτσουλάν , κουτσουλούν (ε )
κουτσουλήσουν (ε )
κουτσουλιούνται , (‑ιόνται )
κουτσουληθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κουτσουλούσα , κουτσούλαγα
κουτσούλησα
κουτσουλιόμουν (α )
κουτσουλήθηκα
2 sg
κουτσουλούσες , κουτσούλαγες
κουτσούλησες
κουτσουλιόσουν (α )
κουτσουλήθηκες
3 sg
κουτσουλούσε , κουτσούλαγε
κουτσούλησε
κουτσουλιόταν (ε )
κουτσουλήθηκε
1 pl
κουτσουλούσαμε , κουτσουλάγαμε
κουτσουλήσαμε
κουτσουλιόμασταν , (‑ιόμαστε )
κουτσουληθήκαμε
2 pl
κουτσουλούσατε , κουτσουλάγατε
κουτσουλήσατε
κουτσουλιόσασταν , (‑ιόσαστε )
κουτσουληθήκατε
3 pl
κουτσουλούσαν (ε ), κουτσούλαγαν , (κουτσουλάγανε )
κουτσούλησαν , κουτσουλήσαν (ε )
κουτσουλιόνταν (ε ), κουτσουλιόντουσαν , κουτσουλιούνταν
κουτσουλήθηκαν , κουτσουληθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κουτσουλάω , θα κουτσουλώ ➤
θα κουτσουλήσω ➤
θα κουτσουλιέμαι ➤
θα κουτσουληθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κουτσουλάς , …
θα κουτσουλήσεις , …
θα κουτσουλιέσαι , …
θα κουτσουληθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κουτσουλήσει έχω, έχεις, … κουτσουλημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κουτσουληθεί είμαι , είσαι , … κουτσουλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κουτσουλήσει είχα, είχες, … κουτσουλημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κουτσουληθεί ήμουν , ήσουν , … κουτσουλημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κουτσουλήσει θα έχω, θα έχεις, … κουτσουλημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κουτσουληθεί θα είμαι, θα είσαι, … κουτσουλημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
κουτσούλα , κουτσούλαγε
κουτσούλησε , κουτσούλα
—
κουτσουλήσου
2 pl
κουτσουλάτε
κουτσουλήστε
κουτσουλιέστε
κουτσουληθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κουτσουλώντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας κουτσουλήσει ➤
κουτσουλημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κουτσουλήσει
κουτσουληθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.