κουλουριάστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]κουλουριάστηκα • (koulouriástika)
- first-person singular simple past of κουλουριάζομαι (koulouriázomai), the passive of κουλουριάζω (koulouriázo)
κουλουριάστηκα • (koulouriástika)