Jump to content

κουβανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

κουβανικός (kouvanikósm (feminine κουβανική, neuter κουβανικό)

  1. Cuban

Declension

[edit]
Declension of κουβανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κουβανικός (kouvanikós) κουβανική (kouvanikí) κουβανικό (kouvanikó) κουβανικοί (kouvanikoí) κουβανικές (kouvanikés) κουβανικά (kouvaniká)
genitive κουβανικού (kouvanikoú) κουβανικής (kouvanikís) κουβανικού (kouvanikoú) κουβανικών (kouvanikón) κουβανικών (kouvanikón) κουβανικών (kouvanikón)
accusative κουβανικό (kouvanikó) κουβανική (kouvanikí) κουβανικό (kouvanikó) κουβανικούς (kouvanikoús) κουβανικές (kouvanikés) κουβανικά (kouvaniká)
vocative κουβανικέ (kouvaniké) κουβανική (kouvanikí) κουβανικό (kouvanikó) κουβανικοί (kouvanikoí) κουβανικές (kouvanikés) κουβανικά (kouvaniká)
[edit]