Jump to content

κοσταρικανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κοσταρικανός (kostarikanósm (feminine κοσταρικανή, neuter κοσταρικανό)

  1. Costa Rican

Declension

[edit]
Declension of κοσταρικανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοσταρικανός (kostarikanós) κοσταρικανή (kostarikaní) κοσταρικανό (kostarikanó) κοσταρικανοί (kostarikanoí) κοσταρικανές (kostarikanés) κοσταρικανά (kostarikaná)
genitive κοσταρικανού (kostarikanoú) κοσταρικανής (kostarikanís) κοσταρικανού (kostarikanoú) κοσταρικανών (kostarikanón) κοσταρικανών (kostarikanón) κοσταρικανών (kostarikanón)
accusative κοσταρικανό (kostarikanó) κοσταρικανή (kostarikaní) κοσταρικανό (kostarikanó) κοσταρικανούς (kostarikanoús) κοσταρικανές (kostarikanés) κοσταρικανά (kostarikaná)
vocative κοσταρικανέ (kostarikané) κοσταρικανή (kostarikaní) κοσταρικανό (kostarikanó) κοσταρικανοί (kostarikanoí) κοσταρικανές (kostarikanés) κοσταρικανά (kostarikaná)
[edit]