κορβανάς
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κορβανάς • (korvanás) m (plural κορβανάδες)
- fund, coffers
- Ο κρατικός κορβανάς είναι άδειος και τρύπιος.
- O kratikós korvanás eínai ádeios kai trýpios.
- The national coffers are empty and leaky.
- safe, strongbox, coffer
- (gambling) kitty, pot
Declension
[edit]Declension of κορβανάς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κορβανάς • | κορβανάδες • |
genitive | κορβανά • | κορβανάδων • |
accusative | κορβανά • | κορβανάδες • |
vocative | κορβανά • | κορβανάδες • |
Synonyms
[edit]- κοινό ταμείο n (koinó tameío, “common purse”)