κονίαμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]κονίαμα • (koníama) n (plural κονιάματα)
Declension
[edit]Declension of κονίαμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κονίαμα • | κονιάματα • |
genitive | κονιάματος • | κονιαμάτων • |
accusative | κονίαμα • | κονιάματα • |
vocative | κονίαμα • | κονιάματα • |
Coordinate terms
[edit]- αμμοκονία f (ammokonía, “mortar”)
- αμμοκονίαμα n (ammokoníama, “mortar”)
- ασβεστοκονίαμα n (asvestokoníama, “lime-mortar”)
- επίχρισμα n (epíchrisma, “plaster”)
- μπετόν n (betón, “concrete”)
- μπετό n (betó, “concrete”) (colloquial)
- οπλισμένο σκυρόδεμα n (oplisméno skyródema, “reinforced concrete”)
- σκυρόδεμα n (skyródema, “concrete”) (formal)
- σοβάς m (sovás, “plaster”)
- τσιμεντοκονία f (tsimentokonía, “cement-mortar”)
Further reading
[edit]- κονίαμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el