κολυμβητής
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek κολυμβητής (kolumbētḗs, “diver”).[1] By surface analysis, κολυμπώ (kolympó) + -τής (-tís).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κολυμβητής • (kolymvitís) m (plural κολυμβητές, feminine κολυμβήτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολυμβητής (kolymvitís) | κολυμβητές (kolymvités) |
genitive | κολυμβητή (kolymvití) | κολυμβητών (kolymvitón) |
accusative | κολυμβητή (kolymvití) | κολυμβητές (kolymvités) |
vocative | κολυμβητή (kolymvití) | κολυμβητές (kolymvités) |
Derived terms
[edit]- κολυμβητήριο (kolymvitírio)
Related terms
[edit]- see: κολυμπάω (kolympáo), κολυμπώ (kolympó), κολύμβηση (kolýmvisi), and κολυμβητικός (kolymvitikós)
References
[edit]- ^ κολυμβητής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language