κολπόσπασμος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]κολπό (kolpó, “vagina”) + σπασμος (spasmos, “spasm”)
Noun
[edit]κολπόσπασμος • (kolpóspasmos) m (plural κολπόσπασμοι)
Declension
[edit]Declension of κολπόσπασμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολπόσπασμος • | κολπόσπασμοι • |
genitive | κολπόσπασμου • | κολπόσπασμων • |
accusative | κολπόσπασμο • | κολπόσπασμους • |
vocative | κολπόσπασμε • | κολπόσπασμοι • |
Synonyms
[edit]- κολεόσπασμος m (koleóspasmos)
- κολπισμός m (kolpismós)