Jump to content

κολομβιανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κολομβιανός (kolomvianósm (feminine κολομβιανή, neuter κολομβιανό)

  1. Colombian (relating to Colombia or its people)

Declension

[edit]
Declension of κολομβιανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κολομβιανός (kolomvianós) κολομβιανή (kolomvianí) κολομβιανό (kolomvianó) κολομβιανοί (kolomvianoí) κολομβιανές (kolomvianés) κολομβιανά (kolomvianá)
genitive κολομβιανού (kolomvianoú) κολομβιανής (kolomvianís) κολομβιανού (kolomvianoú) κολομβιανών (kolomvianón) κολομβιανών (kolomvianón) κολομβιανών (kolomvianón)
accusative κολομβιανό (kolomvianó) κολομβιανή (kolomvianí) κολομβιανό (kolomvianó) κολομβιανούς (kolomvianoús) κολομβιανές (kolomvianés) κολομβιανά (kolomvianá)
vocative κολομβιανέ (kolomviané) κολομβιανή (kolomvianí) κολομβιανό (kolomvianó) κολομβιανοί (kolomvianoí) κολομβιανές (kolomvianés) κολομβιανά (kolomvianá)
[edit]