Jump to content

κολλαριστός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κολλαριστός (kollaristósm (feminine κολλαριστή, neuter κολλαριστό)

  1. starched, ironed (of clothing)
  2. crisp, trim, smart (of personal appearance)
  3. crisp, fresh (of banknotes, etc)

Declension

[edit]
Declension of κολλαριστός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κολλαριστός (kollaristós) κολλαριστή (kollaristí) κολλαριστό (kollaristó) κολλαριστοί (kollaristoí) κολλαριστές (kollaristés) κολλαριστά (kollaristá)
genitive κολλαριστού (kollaristoú) κολλαριστής (kollaristís) κολλαριστού (kollaristoú) κολλαριστών (kollaristón) κολλαριστών (kollaristón) κολλαριστών (kollaristón)
accusative κολλαριστό (kollaristó) κολλαριστή (kollaristí) κολλαριστό (kollaristó) κολλαριστούς (kollaristoús) κολλαριστές (kollaristés) κολλαριστά (kollaristá)
vocative κολλαριστέ (kollaristé) κολλαριστή (kollaristí) κολλαριστό (kollaristó) κολλαριστοί (kollaristoí) κολλαριστές (kollaristés) κολλαριστά (kollaristá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κολλαριστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κολλαριστός, etc.)

Antonyms

[edit]