κολλαριστός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]κολλαριστός • (kollaristós) m (feminine κολλαριστή, neuter κολλαριστό)
- starched, ironed (of clothing)
- crisp, trim, smart (of personal appearance)
- crisp, fresh (of banknotes, etc)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κολλαριστός (kollaristós) | κολλαριστή (kollaristí) | κολλαριστό (kollaristó) | κολλαριστοί (kollaristoí) | κολλαριστές (kollaristés) | κολλαριστά (kollaristá) | |
genitive | κολλαριστού (kollaristoú) | κολλαριστής (kollaristís) | κολλαριστού (kollaristoú) | κολλαριστών (kollaristón) | κολλαριστών (kollaristón) | κολλαριστών (kollaristón) | |
accusative | κολλαριστό (kollaristó) | κολλαριστή (kollaristí) | κολλαριστό (kollaristó) | κολλαριστούς (kollaristoús) | κολλαριστές (kollaristés) | κολλαριστά (kollaristá) | |
vocative | κολλαριστέ (kollaristé) | κολλαριστή (kollaristí) | κολλαριστό (kollaristó) | κολλαριστοί (kollaristoí) | κολλαριστές (kollaristés) | κολλαριστά (kollaristá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κολλαριστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κολλαριστός, etc.)
Antonyms
[edit]- ακολλάριστος (akolláristos)