κολαστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek κολᾰστήρῐον (kolastḗrion, “house of correction”).
Noun
[edit]κολαστήριο • (kolastírio) n (plural κολαστήρια)
- hell, a place of suffering and torture.
Declension
[edit]Declension of κολαστήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κολαστήριο • | κολαστήρια • |
genitive | κολαστηρίου •, κολαστήριου • | κολαστηρίων •, κολαστήριων • |
accusative | κολαστήριο • | κολαστήρια • |
vocative | κολαστήριο • | κολαστήρια • |
Related terms
[edit]- κόλαση f (kólasi, “hell”)