κοκκινομύτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]κοκκινομύτης • (kokkinomýtis) m (feminine κοκκινομύτα or κοκκινομυτού, neuter κοκκινομύτικο)
Declension
[edit]Declension of κοκκινομύτης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοκκινομύτης • | κοκκινομύτα • / κοκκινομυτού • | κοκκινομύτικο • | κοκκινομύτηδες • | κοκκινομύτες • / κοκκινομυτούδες • | κοκκινομύτικα • |
genitive | κοκκινομύτη • | κοκκινομύτας • / κοκκινομυτούς • | κοκκινομύτικου • | κοκκινομύτηδων • | κοκκινομυτούδων • | κοκκινομύτικων • |
accusative | κοκκινομύτη • | κοκκινομύτα • / κοκκινομυτού • | κοκκινομύτικο • | κοκκινομύτηδες • | κοκκινομύτες • / κοκκινομυτούδες • | κοκκινομύτικα • |
vocative | κοκκινομύτη • | κοκκινομύτα • / κοκκινομυτού • | κοκκινομύτικο • | κοκκινομύτηδες • | κοκκινομύτες • / κοκκινομυτούδες • | κοκκινομύτικα • |
Further reading
[edit]- “κοκκινομύτης”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998