Jump to content

κοκκινομύτης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κοκκινομύτης (kokkinomýtism (feminine κοκκινομύτα or κοκκινομυτού, neuter κοκκινομύτικο)

  1. rednosed

Declension

[edit]
Declension of κοκκινομύτης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κοκκινομύτης (kokkinomýtis) κοκκινομύτα (kokkinomýta)
κοκκινομυτού (kokkinomytoú)
κοκκινομύτικο (kokkinomýtiko) κοκκινομύτηδες (kokkinomýtides) κοκκινομύτες (kokkinomýtes)
κοκκινομυτούδες (kokkinomytoúdes)
κοκκινομύτικα (kokkinomýtika)
genitive κοκκινομύτη (kokkinomýti) κοκκινομύτας (kokkinomýtas)
κοκκινομυτούς (kokkinomytoús)
κοκκινομύτικου (kokkinomýtikou) κοκκινομύτηδων (kokkinomýtidon) κοκκινομυτούδων (kokkinomytoúdon) κοκκινομύτικων (kokkinomýtikon)
accusative κοκκινομύτη (kokkinomýti) κοκκινομύτα (kokkinomýta)
κοκκινομυτού (kokkinomytoú)
κοκκινομύτικο (kokkinomýtiko) κοκκινομύτηδες (kokkinomýtides) κοκκινομύτες (kokkinomýtes)
κοκκινομυτούδες (kokkinomytoúdes)
κοκκινομύτικα (kokkinomýtika)
vocative κοκκινομύτη (kokkinomýti) κοκκινομύτα (kokkinomýta)
κοκκινομυτού (kokkinomytoú)
κοκκινομύτικο (kokkinomýtiko) κοκκινομύτηδες (kokkinomýtides) κοκκινομύτες (kokkinomýtes)
κοκκινομυτούδες (kokkinomytoúdes)
κοκκινομύτικα (kokkinomýtika)

Further reading

[edit]