κοινόλεκτο
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κοινόλεκτο • (koinólekto) f
- accusative singular of κοινόλεκτος (koinólektos) την κοινολέκτο
See also
[edit]- Older form: accusative: τὴν κοινόλεκτον (tḕn koinólekton)
κοινόλεκτο • (koinólekto) f