Jump to content

κλιματιστικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κλιματιστικό (klimatistikón (plural κλιματιστικά)

  1. air conditioner

Declension

[edit]
Declension of κλιματιστικό
singular plural
nominative κλιματιστικό (klimatistikó) κλιματιστικά (klimatistiká)
genitive κλιματιστικού (klimatistikoú) κλιματιστικών (klimatistikón)
accusative κλιματιστικό (klimatistikó) κλιματιστικά (klimatistiká)
vocative κλιματιστικό (klimatistikó) κλιματιστικά (klimatistiká)

Synonyms

[edit]

Adjective

[edit]

κλιματιστικό (klimatistikó)

  1. accusative masculine singular of κλιματιστικός (klimatistikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of κλιματιστικός (klimatistikós)