κλικ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Unadapted borrowing from French clic.[1]
Noun
[edit]κλικ • (klik) n (indeclinable)
- (onomatopoeia) click
- Είναι απλά εικονίδια. Μπορείτε να κάνετε κλικ επάνω τους.
- Eínai aplá eikonídia. Boreíte na kánete klik epáno tous.
- They're just icons. You click (make a click) on them.
- But see idiom κάνω κλικ (káno klik)
- Διπλό κλικ εδώ για να ορίσετε την κανονική έκφραση! ― Dipló klik edó gia na orísete tin kanonikí ékfrasi! ― A double-click here to set the RegEx!
Derived terms
[edit]- κλικάρισμα n (klikárisma, “clicking”)
- κλικάρω (klikáro, “I click”)
- κάνω κλικ (káno klik, “I click”) (also as idiom) / μου κάνει κλικ (mou kánei klik, “I like (it) very much”)
References
[edit]- ^ κλικ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language