Jump to content

κλειστοφοβία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

κλειστοφοβία (kleistofovíaf (uncountable)

  1. claustrophobia

Declension

[edit]
Declension of κλειστοφοβία
singular
nominative κλειστοφοβία (kleistofovía)
genitive κλειστοφοβίας (kleistofovías)
accusative κλειστοφοβία (kleistofovía)
vocative κλειστοφοβία (kleistofovía)

Further reading

[edit]