κινηματική
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]κινηματική • (kinimatikí) f (plural κινηματικές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κινηματική (kinimatikí) | κινηματικές (kinimatikés) |
genitive | κινηματικής (kinimatikís) | κινηματικών (kinimatikón) |
accusative | κινηματική (kinimatikí) | κινηματικές (kinimatikés) |
vocative | κινηματική (kinimatikí) | κινηματικές (kinimatikés) |
Further reading
[edit]- κινηματική, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language