Jump to content

κινεζικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

κινεζικός (kinezikósm (feminine κινεζική, neuter κινεζικό)

  1. Chinese (related to the country, people or language)

Declension

[edit]
Declension of κινεζικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κινεζικός (kinezikós) κινεζική (kinezikí) κινεζικό (kinezikó) κινεζικοί (kinezikoí) κινεζικές (kinezikés) κινεζικά (kineziká)
genitive κινεζικού (kinezikoú) κινεζικής (kinezikís) κινεζικού (kinezikoú) κινεζικών (kinezikón) κινεζικών (kinezikón) κινεζικών (kinezikón)
accusative κινεζικό (kinezikó) κινεζική (kinezikí) κινεζικό (kinezikó) κινεζικούς (kinezikoús) κινεζικές (kinezikés) κινεζικά (kineziká)
vocative κινεζικέ (kineziké) κινεζική (kinezikí) κινεζικό (kinezikó) κινεζικοί (kinezikoí) κινεζικές (kinezikés) κινεζικά (kineziká)

Synonyms

[edit]
[edit]