Jump to content

κεραμιδής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κεραμιδής (keramidísm (feminine κεραμιδιά, neuter κεραμιδί)

  1. terracotta, tile red, brick red (color/colour)

Declension

[edit]
Declension of κεραμιδής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κεραμιδής (keramidís) κεραμιδιά (keramidiá) κεραμιδί (keramidí) κεραμιδιοί (keramidioí) κεραμιδιές (keramidiés) κεραμιδιά (keramidiá)
genitive κεραμιδή (keramidí)
κεραμιδιού (keramidioú)
κεραμιδιάς (keramidiás) κεραμιδιού (keramidioú) κεραμιδιών (keramidión) κεραμιδιών (keramidión) κεραμιδιών (keramidión)
accusative κεραμιδή (keramidí) κεραμιδιά (keramidiá) κεραμιδί (keramidí) κεραμιδιούς (keramidioús) κεραμιδιές (keramidiés) κεραμιδιά (keramidiá)
vocative κεραμιδή (keramidí) κεραμιδιά (keramidiá) κεραμιδί (keramidí) κεραμιδιοί (keramidioí) κεραμιδιές (keramidiés) κεραμιδιά (keramidiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κεραμιδής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κεραμιδής, etc.)

[edit]