Jump to content

κενυατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κενυατικός (kenyatikósm (feminine κενυατική, neuter κενυατικό)

  1. Kenyan (relating to Kenya or its people)

Declension

[edit]
Declension of κενυατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κενυατικός (kenyatikós) κενυατική (kenyatikí) κενυατικό (kenyatikó) κενυατικοί (kenyatikoí) κενυατικές (kenyatikés) κενυατικά (kenyatiká)
genitive κενυατικού (kenyatikoú) κενυατικής (kenyatikís) κενυατικού (kenyatikoú) κενυατικών (kenyatikón) κενυατικών (kenyatikón) κενυατικών (kenyatikón)
accusative κενυατικό (kenyatikó) κενυατική (kenyatikí) κενυατικό (kenyatikó) κενυατικούς (kenyatikoús) κενυατικές (kenyatikés) κενυατικά (kenyatiká)
vocative κενυατικέ (kenyatiké) κενυατική (kenyatikí) κενυατικό (kenyatikó) κενυατικοί (kenyatikoí) κενυατικές (kenyatikés) κενυατικά (kenyatiká)
[edit]