Jump to content

κεντροαφρικανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κεντροαφρικανικός (kentroafrikanikósm (feminine κεντροαφρικανική, neuter κεντροαφρικανικό)

  1. Central African

Declension

[edit]
Declension of κεντροαφρικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κεντροαφρικανικός (kentroafrikanikós) κεντροαφρικανική (kentroafrikanikí) κεντροαφρικανικό (kentroafrikanikó) κεντροαφρικανικοί (kentroafrikanikoí) κεντροαφρικανικές (kentroafrikanikés) κεντροαφρικανικά (kentroafrikaniká)
genitive κεντροαφρικανικού (kentroafrikanikoú) κεντροαφρικανικής (kentroafrikanikís) κεντροαφρικανικού (kentroafrikanikoú) κεντροαφρικανικών (kentroafrikanikón) κεντροαφρικανικών (kentroafrikanikón) κεντροαφρικανικών (kentroafrikanikón)
accusative κεντροαφρικανικό (kentroafrikanikó) κεντροαφρικανική (kentroafrikanikí) κεντροαφρικανικό (kentroafrikanikó) κεντροαφρικανικούς (kentroafrikanikoús) κεντροαφρικανικές (kentroafrikanikés) κεντροαφρικανικά (kentroafrikaniká)
vocative κεντροαφρικανικέ (kentroafrikaniké) κεντροαφρικανική (kentroafrikanikí) κεντροαφρικανικό (kentroafrikanikó) κεντροαφρικανικοί (kentroafrikanikoí) κεντροαφρικανικές (kentroafrikanikés) κεντροαφρικανικά (kentroafrikaniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κεντροαφρικανικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κεντροαφρικανικός, etc.)

Derived terms

[edit]