κβαντικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From κβάντο n (kvánto, “quantum”), via English quantum (“amount, quantity”) from Latin quantum (“as much, how much”).
Adjective
[edit]κβαντικός • (kvantikós) m (feminine κβαντική, neuter κβαντικό)
- quantum (relating to)
- κβαντική ηλεκτροδυναμική ― kvantikí ilektrodynamikí ― quantum electrodynamics
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κβαντικός (kvantikós) | κβαντική (kvantikí) | κβαντικό (kvantikó) | κβαντικοί (kvantikoí) | κβαντικές (kvantikés) | κβαντικά (kvantiká) | |
genitive | κβαντικού (kvantikoú) | κβαντικής (kvantikís) | κβαντικού (kvantikoú) | κβαντικών (kvantikón) | κβαντικών (kvantikón) | κβαντικών (kvantikón) | |
accusative | κβαντικό (kvantikó) | κβαντική (kvantikí) | κβαντικό (kvantikó) | κβαντικούς (kvantikoús) | κβαντικές (kvantikés) | κβαντικά (kvantiká) | |
vocative | κβαντικέ (kvantiké) | κβαντική (kvantikí) | κβαντικό (kvantikó) | κβαντικοί (kvantikoí) | κβαντικές (kvantikés) | κβαντικά (kvantiká) |
Related terms
[edit]- κβάντο n (kvánto, “quantum”)