Jump to content

κβαντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From κβάντο n (kvánto, quantum), via English quantum (amount, quantity) from Latin quantum (as much, how much).

Adjective

[edit]

κβαντικός (kvantikósm (feminine κβαντική, neuter κβαντικό)

  1. quantum (relating to)
    κβαντική ηλεκτροδυναμικήkvantikí ilektrodynamikíquantum electrodynamics

Declension

[edit]
Declension of κβαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κβαντικός (kvantikós) κβαντική (kvantikí) κβαντικό (kvantikó) κβαντικοί (kvantikoí) κβαντικές (kvantikés) κβαντικά (kvantiká)
genitive κβαντικού (kvantikoú) κβαντικής (kvantikís) κβαντικού (kvantikoú) κβαντικών (kvantikón) κβαντικών (kvantikón) κβαντικών (kvantikón)
accusative κβαντικό (kvantikó) κβαντική (kvantikí) κβαντικό (kvantikó) κβαντικούς (kvantikoús) κβαντικές (kvantikés) κβαντικά (kvantiká)
vocative κβαντικέ (kvantiké) κβαντική (kvantikí) κβαντικό (kvantikó) κβαντικοί (kvantikoí) κβαντικές (kvantikés) κβαντικά (kvantiká)
[edit]