Jump to content

κατσαρομάλλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κατσαρομάλλης (katsaromállism (feminine κατσαρομάλλα or κατσαρομαλλούσα, neuter κατσαρομάλλικο)

  1. curly-haired, woolly-haired

Declension

[edit]
Declension of κατσαρομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατσαρομάλλης (katsaromállis) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)
genitive κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλας (katsaromállas)
κατσαρομαλλούσας (katsaromalloúsas)
κατσαρομάλλικου (katsaromállikou) κατσαρομάλληδων (katsaromállidon) κατσαρομάλλικων (katsaromállikon)
accusative κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)
vocative κατσαρομάλλη (katsaromálli) κατσαρομάλλα (katsaromálla)
κατσαρομαλλούσα (katsaromalloúsa)
κατσαρομάλλικο (katsaromálliko) κατσαρομάλληδες (katsaromállides) κατσαρομάλλες (katsaromálles)
κατσαρομαλλούσες (katsaromalloúses)
κατσαρομάλλικα (katsaromállika)

Further reading

[edit]