κατορθωτός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]κατορθωτός • (katorthotós) m (feminine κατορθωτή, neuter κατορθωτό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατορθωτός (katorthotós) | κατορθωτή (katorthotí) | κατορθωτό (katorthotó) | κατορθωτοί (katorthotoí) | κατορθωτές (katorthotés) | κατορθωτά (katorthotá) | |
genitive | κατορθωτού (katorthotoú) | κατορθωτής (katorthotís) | κατορθωτού (katorthotoú) | κατορθωτών (katorthotón) | κατορθωτών (katorthotón) | κατορθωτών (katorthotón) | |
accusative | κατορθωτό (katorthotó) | κατορθωτή (katorthotí) | κατορθωτό (katorthotó) | κατορθωτούς (katorthotoús) | κατορθωτές (katorthotés) | κατορθωτά (katorthotá) | |
vocative | κατορθωτέ (katorthoté) | κατορθωτή (katorthotí) | κατορθωτό (katorthotó) | κατορθωτοί (katorthotoí) | κατορθωτές (katorthotés) | κατορθωτά (katorthotá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατορθωτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατορθωτός, etc.)
Synonyms
[edit]- εφικτός (efiktós)
- βολετός (voletós)
- επιτευκτός (epitefktós)
- επιτεύξιμος (epitéfximos)