Jump to content

κατορθωτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

κατορθωτός (katorthotósm (feminine κατορθωτή, neuter κατορθωτό)

  1. achievable, accomplishable

Declension

[edit]
Declension of κατορθωτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative κατορθωτός (katorthotós) κατορθωτή (katorthotí) κατορθωτό (katorthotó) κατορθωτοί (katorthotoí) κατορθωτές (katorthotés) κατορθωτά (katorthotá)
genitive κατορθωτού (katorthotoú) κατορθωτής (katorthotís) κατορθωτού (katorthotoú) κατορθωτών (katorthotón) κατορθωτών (katorthotón) κατορθωτών (katorthotón)
accusative κατορθωτό (katorthotó) κατορθωτή (katorthotí) κατορθωτό (katorthotó) κατορθωτούς (katorthotoús) κατορθωτές (katorthotés) κατορθωτά (katorthotá)
vocative κατορθωτέ (katorthoté) κατορθωτή (katorthotí) κατορθωτό (katorthotó) κατορθωτοί (katorthotoí) κατορθωτές (katorthotés) κατορθωτά (katorthotá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατορθωτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατορθωτός, etc.)

Synonyms

[edit]