Jump to content

καταχώρηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

καταχώρηση (katachórisif (plural καταχωρήσεις)

  1. Alternative form of καταχώριση (katachórisi)

Declension

[edit]
Declension of καταχώρηση
singular plural
nominative καταχώρηση (katachórisi) καταχωρήσεις (katachoríseis)
genitive καταχώρησης (katachórisis) καταχωρήσεων (katachoríseon)
accusative καταχώρηση (katachórisi) καταχωρήσεις (katachoríseis)
vocative καταχώρηση (katachórisi) καταχωρήσεις (katachoríseis)

Older or formal genitive singular: καταχωρήσεως (katachoríseos)