Jump to content

καταστρεπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

καταστρεπτικός (katastreptikósm (feminine καταστρεπτική, neuter καταστρεπτικό)

  1. destructive, catastrophic

Declension

[edit]
Declension of καταστρεπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικός (katastreptikós) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικοί (katastreptikoí) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)
genitive καταστρεπτικού (katastreptikoú) καταστρεπτικής (katastreptikís) καταστρεπτικού (katastreptikoú) καταστρεπτικών (katastreptikón) καταστρεπτικών (katastreptikón) καταστρεπτικών (katastreptikón)
accusative καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικούς (katastreptikoús) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)
vocative καταστρεπτικέ (katastreptiké) καταστρεπτική (katastreptikí) καταστρεπτικό (katastreptikó) καταστρεπτικοί (katastreptikoí) καταστρεπτικές (katastreptikés) καταστρεπτικά (katastreptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταστρεπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταστρεπτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικότερος (katastreptikóteros) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότεροι (katastreptikóteroi) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)
genitive καταστρεπτικότερου (katastreptikóterou) καταστρεπτικότερης (katastreptikóteris) καταστρεπτικότερου (katastreptikóterou) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron) καταστρεπτικότερων (katastreptikóteron)
accusative καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότερους (katastreptikóterous) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)
vocative καταστρεπτικότερε (katastreptikótere) καταστρεπτικότερη (katastreptikóteri) καταστρεπτικότερο (katastreptikótero) καταστρεπτικότεροι (katastreptikóteroi) καταστρεπτικότερες (katastreptikóteres) καταστρεπτικότερα (katastreptikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταστρεπτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καταστρεπτικότατος (katastreptikótatos) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατοι (katastreptikótatoi) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)
genitive καταστρεπτικότατου (katastreptikótatou) καταστρεπτικότατης (katastreptikótatis) καταστρεπτικότατου (katastreptikótatou) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton) καταστρεπτικότατων (katastreptikótaton)
accusative καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατους (katastreptikótatous) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)
vocative καταστρεπτικότατε (katastreptikótate) καταστρεπτικότατη (katastreptikótati) καταστρεπτικότατο (katastreptikótato) καταστρεπτικότατοι (katastreptikótatoi) καταστρεπτικότατες (katastreptikótates) καταστρεπτικότατα (katastreptikótata)
[edit]