καταναγκάστηκα
Jump to navigation
Jump to search
See also: καταναγκαστικά
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καταναγκάστηκα • (katanagkástika)
- 1st person singular simple past form of καταναγκάζομαι (katanagkázomai) passive of καταναγκάζω.: "I was forced"