καταμετρώ
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek καταμετρῶ (katametrô).[1] By surface analysis, κατα- (kata-) + μετρώ (metró).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]καταμετρώ • (katametró) / καταμετράω (past καταμέτρησα, passive καταμετρούμαι/καταμετριέμαι/καταμετρώμαι, p‑past καταμετρήθηκα, ppp καταμετρημένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Derived terms
[edit]- καταμετρητής m (katametritís), καταμετρήτρια f (katametrítria)
Related terms
[edit]- καταμέτρηση f (katamétrisi)
References
[edit]- ^ καταμετρώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language